αξεχορτάριαστος

αξεχορτάριαστος
-η, -ο
(για κήπο ή αγρό) εκείνος τον οποίο δεν έχουν ξεχορταριάσει, δεν έχουν καθαρίσει από τά αγριόχορτα, τα ζιζάνια, ο αβοτάνιστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”